- λαοπαθης
- λαοπαθήςλᾱο-παθής2перенесенный (пережитый) народом
(βάρη Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βάρη Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λαοπαθής — λαοπαθής, ές (Α) φρ. «λαοπαθή τε σεβίζων» με σεβασμό στα παθήματα τού λαού (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. τού πάσχω), πρβλ. μετριο παθής, ομοιο παθής] … Dictionary of Greek
λαοπαθῆ — λᾱοπαθῆ , λαοπαθής suffered by the people neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λᾱοπαθῆ , λαοπαθής suffered by the people masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λᾱοπαθῆ , λαοπαθής suffered by the people masc/fem acc sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek